ψευδοεπής

ψευδοεπής
-ές, Α
ψευδολόγος, ψεύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)-* + -επής (< ἔπος «λόγος»), πρβλ. ἀμετρο-επής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ψευδοέπης — ψευδοεπέω speak falsely imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… …   Dictionary of Greek

  • ψευδοέπεια — και ψευδέπεια, ἡ, Α [ψευδοεπής] ψευδολογία, ψέμα …   Dictionary of Greek

  • ψευδοεπώ — και ψευδεπῶ, έω, Α [ψευδοεπής] λέω ψέματα, ψεύδομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”